- θεμῶ
- θεμόωdrovepres subj act 1st sgθεμόωdrovepres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεμώ — θεμῶ, όω (Α) [θεμός] κάνω κάτι να προσεγγίσει, ωθώ, αναγκάζω κάτι να πλησιάσει, οδηγώ («θέμωσε... χέρσον ἱκέσθαι» ώθησε, έσπρωξε το πλοίο προς την ξηρά ή οδήγησε το πλοίο προς την ξηρά, δηλ. στον προορισμό του, Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek